litigar - ορισμός. Τι είναι το litigar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι litigar - ορισμός


litigar      
verbo intrans. fig.
Altercar, contender.
litigar      
litigar (del lat. "litigare")
1 ("con; por; sobre") intr. Entablar o sostener un litigio. Llevar a juicio, lidiar, pleitear, llevar a los tribunales. Litigante, oponente, parte, parte contraria, parte litigante, partida, pleiteador, pleiteante.
2 *Disputar o *reñir.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για litigar
1. Boeing y Airbus se vienen dedicando sistemáticamente a litigar sobre la cuantía de las ayudas estatales que perciben.
2. Perú ha manifestado estar en disposición de litigar lo cual supone radicar en el Tribunal y argumentar jurídicamente.
3. "Hay que estar en un juzgado de familia para ver hasta qué punto puede litigar una pareja después de separarse", explica Pérez-Salazar.
4. El Senado ventilará el conflicto y aprobará, con certeza, el proyecto del Poder Ejecutivo para litigar en La Haya.
5. Los médicos reclaman cambios legales÷ topes en los montos indemnizatorios, cambios en el régimen de prescripción un paciente puede reclamar hasta 10 años después de la atención, reducción de penas y cambios en el beneficio de litigar sin gastos.
Τι είναι litigar - ορισμός